- επιπαραγίγνομαι
- ἐπιπαραγίγνομαι (Α) [παραγίγνομαι]1. έρχομαι στη σκηνή2. (για στρατηγό) έρχομαι για να διαδεχθώ κάποιον στη στρατηγία («μὴ συμβῇ τὸν ἐπιπαραγιγνόμενον στρατηγόν... τὴν ἐπιγραφὴν τῶν πραγμάτων λαβεῑν», Πολ.)3. (για στρατό) ανέρχομαι («ἀτάκτως ἐπιπαραγενόμενοι», Πρλ.)4. (για γεγονότα) συμβαίνω.
Dictionary of Greek. 2013.